άπραγος

άπραγος
-η, -ο (AM ἄπραγος, -ον) [πράττω]
αδρανής, νωθρός
νεοελλ.
1. άπειρος, αδαής
2. αυτός που δεν κατορθώνει να φέρει κάτι σε πέρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άπραγος — η, ο άπειρος, αδέξιος: Ήταν ακόμη παιδί άπραγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄπραγον — ἄπραγος masc/fem acc sg ἄπραγος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • опракосъ — ОПРАКОС|Ъ (1*), А с. ἄπρακτος, ἄπραγος Апракос, тип Евангелия или Апостола, в котором чтения расположены в порядке церковных праздников: списа на волоцѣ еѹанг҃лiе опрако(с). б҃олюбивому анътонию игумену. Псалт XIV1 (2), 337 (зап.) …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • -γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… …   Dictionary of Greek

  • απραγία — κ. απραγιά, η (AM ἀπραγία) [άπραγος] νεοελλ. έλλειψη πείρας, αδεξιότητα αρχ. μσν. 1. έλλειψη ασχολίας ή εργασίας 2. έλλειψη ενεργητικότητας, αδράνεια …   Dictionary of Greek

  • Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… …   Dictionary of Greek

  • Ντίκενς, Τσαρλς — (Charles Dickens, Λάντπορτ, Πόρτσμουθ 1812 – Λονδίνο 1870). Άγγλος συγγραφέας. Ήταν ακόμα παιδί όταν εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στο Λονδίνο. Ο πατέρας του, μια συγκινητική και κωμική ενσάρκωση του οποίου βρίσκουμε στον κύριο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”